
Σύλληψη ιδέας/ Συνέντευξη/ Επιμέλεια άρθρου από: Μανώλη Νανούρη
Ο συνεντευξιαζόμενος επέλεξε να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Δεν έβλεπα κανένα μέλλον
Θυμάμαι ότι έπαιζε μια ψιλοαπόγνωση, δεν έβλεπα κανένα μέλλον γενικά, δηλαδή απο πρώτη λυκείου είχα αρχίσει να συζητάω με φίλους ότι ερχόταν η κρίση, η οικονομική κρίση κι ότι τι στον πούτσο θα κάνουμε εμείς; Δεν ήταν ότι ήμουν και κανένας καλός μαθητής και ότι είχα πλάνα, απλά έβλεπα ότι και ν’ αποκτήσω πλάνα δεν έχει κανένα νόημα γιατί έρχονται μεγάλα σκατά. Ντάξει, οι φίλοι μου με κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Πρώτη λυκείου τώρα να μιλάω για οικονομικές κρίσεις και τέτοια. Δεν ήμουν κάτι, απλά είχα ξεκινήσει να ψιλοσυσσωρεύω οργή κι απόγνωση. Δευτέρα λυκείου πάλι, τίποτα, οργή μάζευα, προσπαθούσα να βρω τα πατήματά μου, ν’ αρχίσω να διαβάζω και λοιπά. Θυμάμαι στο γυμνάσιο καμία ιδέα γενικά στα πολιτικά, απλά όταν κάναμε καταλήψεις, κλείναμε το σχολείο για πράγματα φασαίικα. Τότε εμείς ήμασταν τελείως φασαίοι, απλώς να χάσουμε το μάθημα. Μ’ είχε τραβήξει η αναρχία σαν ιδέα, όπως νόμιζα ότι είναι η αναρχία. Το ότι νόμιζα ότι είναι, ας πούμε, πουτάνα όλα. Αυτό νόμιζα ότι είναι η αναρχία. Το ‘χα σκεφτεί σε κάποια φάση αλλά βασικά ήμουν απολιτίκ.
Το κέντρο ήταν ο εχθρός
Οικογενειακό περιβάλλον, Πασοκάρα μια ζωή κλασικά, γενικά κεντρώοι θα ‘λεγα. Η μάνα πιο παλιά, όταν ήταν πιτσιρίκα, ήταν πιο αντιδραστική. Δηλαδή ήτανε κομμουνίστρια και τέτοια. Δηλαδή λίγο το ‘ψαχνε. Όμως δεν μου είχε δώσει καμιά κατεύθυνση εμένα, καμία ιδέα. Δεν ήξερα καν για το παρελθόν της, ας πούμε. Κι ο πατέρας κέντρο, Πασόκ, και του φαινόταν ψιλοακραίο που άρχισα να συζητάω εγώ τέτοια πράγματα. Μου ‘λεγε “τι κάνεις ρε μαλάκα;” ότι “θα στιγματιστείς κιόλας” και “για ποιο λόγο τόση οργή;” Με τον πατέρα μου είχαμε επικούς καβγάδες, με θυμάμαι να ουρλιάζω ξέρω γω. Θεωρούσα, επειδή ήταν η γενιά του Πασόκ, ότι ήταν η αρχή του κακού και της κρίσης που έρχεται. Γιατί τότε στην Ελλάδα, δεν μας είχε πει κανείς ούτε για κρίση του καπιταλισμού, ούτε για Lehman Brothers, ούτε για τίποτα. Νομίζαμε ότι ο Γιωργάκης μας έφερε την κρίση άρα και το Πασόκ. Mας ‘πείσαν ότι οι αγρότες που φάγαν τα λεφτά δημιούργησαν την κρίση. Aν είναι δυνατόν. Oπότε ήτανε για μένα ο κύριος εχθρός. Kαι θυμάμαι -σκέψου- ότι ενώ ταυτιζόμουν με ακροδεξιές ιδεολογίες να κάνω συζητήσεις με τον αρχηγό της ΚΝΕ της Κατερίνης και να συμφωνώ σε πάρα πολλά πράγματα μαζί του. Nα βλέπω ότι ταυτίζομαι πιο πολύ με τους ακροαριστερούς ή την αριστερά γενικά παρά με το κέντρο. Δηλαδή το κέντρο ήταν ο εχθρός.
Δεν ψηνόμουν να ταυτίζομαι με αναρχικούς
Όταν ξεκίνησα να παίρνω επιρροές ήταν κυρίως από παρέες. Έναν φίλο που διάβαζε φουλ πολιτικά και τέτοια, ο οποίος είχε αρχίσει να ψιλομπλέκει με τέτοιες ιδεολογίες. Νομίζω γενικά τα διαβάσματά του πήγαιναν προς τον αυταρχισμό κι αυτά τα χιτλερικά. Ψιλοσυζητούσαμε για τεχνοκρατικές ιδέες. Δηλαδή, με τράβηξε, γιατί στην αρχή υποστήριζε λογικές ιδέες, σαν ορθολογισμό. Κι εγώ τραβήχτηκα ότι “α ωραία τα λέμε” και μετά ξεκίνησε να με τραβάει προς τα άλλα, τα πιο ακραία ας πούμε. Δηλαδή, μ’ αυτό το παιδί που μίλησα τώρα μεγάλος, γιατί εγώ τώρα διάβασα πρώτη φορά Μπακούνιν, το “Θεός και κράτος”, του ‘στειλα μήνυμα, ότι ήταν σαν ν’ ακούω τον εαυτό μου σ’ αυτά που έβλεπα δευτέρα-τρίτη λυκείου σαν ιδανικά. Και του ‘λεγα: “ρε μαλάκα τον έχεις διαβάσει τον Μπακούνιν;”, ας πούμε το “Θεός και κράτος”; “Μαλάκα είναι ό,τι λέγαμε τότε και λοιπά”. Και λέει: “Ναι. Βασικά συμφωνούσα φουλ μαζί του” -αυτό το παιδί που με τράβηξε- και του λέω: “γιατί ρε μαλάκα τότε δεν μου πες να διαβάσω Μπακούνιν;” Και λέει: “Εντάξει, δεν ψηνόμουν να ταυτίζομαι με αναρχικούς”. Ενώ συμφωνουσε σε όλα, ας πούμε, δεν ψηνόταν -λέει- να είναι αναρχικός και πήγε κάπου αλλού. Ήταν αυτό το παιδί το οποίο, ψιλοχαρισματικός, ψιλοηγετική προσωπικότητα. Βέβαια σε καβγάδες και τέτοια, πάντα κότευε.
Ένιωθες ότι είσαι εναντίον όλων
Ντάξει ψιλοϊκανοποιούνταν η αίσθηση του ανήκειν για αρχή. Το ‘νιωθες και ψιλοαντικαθεστωτικό. Ντάξει θεωρώ ότι είναι η αριστεροφοβία της Ελλάδας. Ότι τον αριστερό αντικαθεστωτισμό τον είχανε βγάλει σαν φασέικο. Ρε παιδί μου, είν’ η φάση που περνάνε όλα τα παιδιά. Ενώ η ακροδεξιά σ’ έκανε να νιώθεις πιο μοναδικός γιατί ένιωθες ότι είσαι εναντίον όλων. Γιατί απλά είχες τόσο θυμό και σου ‘φταίγαν όλοι. Οπότε δεν ικανοποιούμουν στην αριστερά. Έψαχνα κάτι πιο στο περιθώριο. Η κρίση του ‘08 ήτανε που ξεκίνησε τα σκατά όλα. Κανένα μέλλον. Ότι το σύστημα είναι οι πλούσιοι που θέλουν να γίνουν πλουσιότεροι. Ότι οι πολιτικοί είναι ψεύτες. Δεν έβρισκα πουθενά καμία έκφραση. Σε κανέναν πολιτικό που να με ικανοποιεί. Και επειδή τότε η Χρυσή Αυγή δεν είχε γίνει ακόμα αυτό που ξέρουμε. Ήτανε κάτι στο περιθώριο, το οποίο σκεφτόσουνα ότι μπορεί να λέει και την ωμή αλήθεια ρε παιδί μου. Κάπως έτσι.
Το πώς μαθαίνουμε ιστορία είναι ότι οι αριστεροί ξεκίνησαν έναν εμφύλιο
Ντάξει, πρώτο και καλύτερο ήταν το σύστημα Πασόκ-ΝΔ. Όλα τα κλασικά τα κόμματα, ας πούμε, του κέντρου. Τον Σύριζα δεν τον ήξερα και γενικά η αριστερά είχε ένα αρνητικό πρόσημο στο κεφάλι μου. Γιατί το πώς μαθαίνουμε ιστορία είναι ότι οι αριστεροί ξεκίνησαν έναν εμφύλιο. Εγώ μέχρι μεγάλη ηλικία είχα στο μυαλό μου ότι ξεκίνησαν έναν εμφύλιο για να υπηρετήσουν τα σοβιετικά καθεστώτα. Οπότε, το ‘βλεπα ότι φέρανε πόλεμο στη χώρα για κάποια ξένη δύναμη. Το ίδιο που κάνουν οι άλλοι με τους Αμερικάνους, το κέντρο, και η Χρυσή Αυγή εν τέλει αλλά δεν το ξέραμε. Οπότε είχε αρνητικό πρόσημο η αριστερά για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Θεωρώ ότι δεν είναι τυχαίο, που την έχουν προωθήσει έτσι γενικά. Οπότε ναι, θέλαμε να πάμε σε κάτι πιο ριζοσπαστικό αλλά όχι αριστερό. Γιατί κι αυτό είναι ή συστημικό ή κάποιο άλλο σύστημα υπηρετεί. Ποιος είναι αυτός που έχει τα τοπικά συμφέροντα; Ε πήγαμε προς τα ‘κει ας πούμε.
Αυτό το σύστημα μου παίρνει το συναισθηματικό μου δέσιμο
Θυμό πάρα πολύ γιατί τα ‘χα με μια κοπέλα, τα ‘χαμε καιρό, βασικά είχαμε σοβαρή σχέση και η κοπέλα ήθελε να περάσει Ιατρική και έχασε τη σχολή για εκατό μόρια ενώ ήταν πάρα πολύ έξυπνη και διαβαστερή. Τελοσπάντων ήρθαν έτσι τα πράγματα και δεν πέρασε, και θα ‘φευγε εξωτερικό. Οπότε για μένα ήταν ότι αυτό το σύστημα που ήταν το Πασόκ και όλο το σύστημα μέχρι τώρα, την έδιωξε έξω. Οπότε και μου παίρνει το συναισθηματικό μου δέσιμο και με ψιλοκαταδικάζει κι εμένα σ’ ένα τριπάκι στο οποίο σε βάζουν οι πανελλήνιες και αυτά.
Η απομόνωση σου δίνει ακόμα πιο πολύ ώθηση γιατί σου τονώνει τον ατομικισμό
Η αλήθεια είναι ότι η απομόνωση ήτανε έντονη από τους υπόλοιπους γιατί ήταν ακραίο το να λες ότι υποστηρίζεις τέτοια ιδεολογία. Αλλά αυτό είναι σαν την black metal ένα πράγμα, ρε φίλε, σου δίνει ακόμα πιο πολύ ώθηση γιατί σου τονώνει τον ατομικισμό. Δηλαδή, ορίζεσαι τελείως σαν individual. Αλλά είχα και τη δική μου ομάδα, τρεις-τέσσερις φίλους, οπότε να ‘χω κι έναν περίγυρο που να νιώθω ότι ανήκω ταυτόχρονα, δεν είμαι ολομόναχος. Αν ήταν τελείως μοναχικά ίσως να μην είχα πάρει τέτοιο δρόμο αλλά είχα τα καρντάσια μου ας πούμε.
Ήτανε το απρόσωπο του παράνομου μετανάστη
Αυτή η περίοδος κράτησε από τρίτη λυκείου -πες- μέχρι δεύτερο έτος πανεπιστημίου που δοκίμασα χόρτο πρώτη φορά. Ας πούμε, είχαμε κάποιους πωλητές, κάποιους πλανόδιους και λοιπά, μπορεί να ‘ταν από Αφρική, εύκολος εχθρός, αδύναμος εχθρός, γιατί αυτός ο άνθρωπος, οκέι, μες στο σύστημα είναι αδύναμος, οπότε ήταν εύκολος αποδιοπομπαίος τράγος. Ένας καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο, που ήταν απ’ τους αγαπημένους μου, ήτανε Εβραίος. Το ‘μαθα μετά κι ένιωσα ότι έπρεπε να κάνω μια επιλογή εκείνη την στιγμή. Ένιωθα ότι ενώ στις ιδέες και στο απρόσωπο μου φταίγανε, όταν θα γνώριζα ένα-ένα τα άτομα αυτά, ένα φίστμπαμ που θα ‘δινα με το παλικάρι που ερχόταν να μου πουλήσει κάτι, τον δικαιολογούσα αμέσως ότι αυτός είναι καλός, αυτός απλά ζει εδώ πέρα, δεν είναι ο εχθρός, ενώ κανείς τελικά δεν μου ‘φταιγε. Δηλαδή, όταν γνώριζα το άτομο, δεν μπορούσα να το μισήσω. Ήτανε το απρόσωπο του παράνομου μετανάστη που με εξόργιζε.
Κάθε φορά που θα μου ερχόταν να κλάψω για κάτι θα μου γυρνούσε σε μίσος και σε θυμό
Γενικότερα δεν είχα την τάση αυτή, δηλαδή στην πράξη, να δω κάποιον μετανάστη και να νιώσω μίσος. Δεν το ‘νιωθα αυτό το πράμα. Απλά θυμάμαι ότι το μεγάλο κλικ έγινε όταν ήμουν στο σπίτι, η κοπέλα μου ήταν στην Ιταλία και συζητούσαμε για το Άουσβιτς, κάτι, δεν θυμάμαι τι, και σε κάποια φάση βάζω στο wikipedia το Άουσβιτς και βλέπω που είχε τους θαλάμους αερίων κι αυτά, κι είχα πιει χόρτο εγώ, ήταν απ’ τις πρώτες φορές που έπινα, και μου ‘ρθε ρε φίλε εκείνη τη στιγμή η εικόνα: μία μάνα μ’ ένα παιδί να περιμένουν σε μία ουρά, πίσω σ’ αυτούς τους θαλάμους αερίων. Να περιμένει σε μία ουρά ώρες για να μπει σ’ έναν θάλαμο να τους σκοτώσει. Και το ‘νιωσα στον πυρήνα μου μέσα ρε παιδί μου. Ένιωσα ότι με διαπέρασε. Με ‘πιάσαν τα κλάματα κι εκείνη τη στιγμή θυμάμαι ότι ένιωσα μέσα μου ότι δεν μπορώ να συνεχίσω να το υποστηρίζω αυτό το πράμα. Ότι δεν μου βγαίνει, δεν είναι φυσικό, ας πούμε, για μένα. Κι επίσης ήτανε που έκλαψα, το οποίο ήτανε δύσκολο γιατί κάθε φορά που θα μου ερχόταν να κλάψω για κάτι, θα μου γυρνούσε σε μίσος και σε θυμό. Εκεί δεν μπόρεσα να το γυρίσω σε θυμό γιατί ήμουν και μόνος στο σπίτι, οπότε ναι με άλλαξε τελείως.
Απλά πίστευα ότι έχω μια αντικειμενική αλήθεια
Η αλήθεια είναι ότι επειδή ήμουνα και των θετικών επιστημών που συνήθως είναι αυτό που σε κάνει να νομίζεις ότι μπορείς να σκεφτείς ορθολογικά και αντικειμενικά -που δεν υπάρχει για μένα αυτό το πράμα- πίστευα ότι σκέφτομαι αντικειμενικά γιατί είχα το συναίσθημα, το οποίο με καθοδηγούσε αλλά πάντα θα το εκλογίκευα. Οπότε απλά πίστευα ότι έχω μια αντικειμενική αλήθεια, μια αντικειμενική γνώση, ακραία τεχνοκρατική και ορθολογιστική κι ότι υπάρχει ένας τρόπος να γίνουν τα πράγματα σωστά με την επιστήμη, την τεχνολογία κι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι τους οποίους θεωρούσα εχθρούς, εμποδίζουν απλώς αυτή την πρόοδο να γίνει. Αλλά ήτανε τελείως συναισθηματικό όλο αυτό, καμία λογική.
Ένα τραυματισμένο παιδί που ήθελε να κάτσει σε μια γωνία και ν’ αρχίσει να κλαίει
Αυτό που βλέπω τώρα, εκ των υστέρων, είναι ότι ήμουν απλά ένα παιδί, ένας έφηβος που ένιωθε ψιλοαπελπισία, που δεν μπορούσε να ταυτιστεί με τίποτα και δεν ήξερε πώς να το εκφράσει. Απλά, αντί να εστιάσω το συναίσθημά μου σε κάτι συγκεκριμένο που μ’ ενοχλεί εκείνη τη στιγμή -είμαι στεναχωρημένος που φεύγει η κοπέλα μου γιατί ήρθαν τα πράγματα έτσι, είμαι στεναχωρημένος γιατί θεωρώ ότι δεν θα κάνω αυτό που ονειρεύομαι- θα το γυρνούσα στο συστημικό, στη γενίκευση ας πούμε, είναι το σύστημα, είναι ο μετανάστης, είναι οτιδήποτε στο αφήγημα γενικά. Δεν μπορούσα να κάτσω με το συναίσθημά μου, να κάτσω να στεναχωρηθώ, να κλάψω, να απελπιστώ και να μείνω εκεί. Έπρεπε να φύγω απ’ αυτό το συναίσθημα που γυρνούσε σε θυμό κατευθείαν, να το εξωτερικεύσω κάπως. Οπότε σίγουρα ήμουν ένα πληγωμένο παιδί, φοβισμένο, απελπισμένο γιατί δεν έβλεπε μέλλον. Αυτό θα λεγα, ένα τραυματισμένο παιδί που ήθελε να κάτσει σε μια γωνία και ν’ αρχίσει να κλαίει.
Τελικά εγώ με ποιον να θυμώσω;
Το δεύτερο είναι ότι εκείνη την περίοδο μου ‘χε δείξει ένας φίλος μου το Ζeitgeist, την ταινία, η οποία ‘ντάξει ρε παιδί μου, τώρα που την ξανάδα μεγάλος είναι ψιλοϋπεραπλούστευση των πάντων, αλλά με βοήθησε να αναπροσδιορίσω το μίσος μου, γιατί δεν μπορούσα δυστυχώς να το εκλογικεύσω. Mίσος υπήρχε, οργή υπήρχε, αλλά άρχισα να βλέπω ότι: μαλάκα δεν φταίει ο μετανάστης που είναι στον δρόμο και πουλάει whatever, πουλάει και δεν πληρώνει φόρο, δεν είναι αυτός το πρόβλημα. O λόγος γενικά των κομμουνιστικών κομμάτων απ’ την άλλη, φαίνεται πιο αφηρημένος. Θα σου μιλήσουν για κεφάλαιο, για σύστημα ας πούμε. Είναι δύσκολο να συνδεθείς, γιατί ενώ το καταλαβαίνεις, φαίνεται ψιλοαφηρημένο ρε παιδί μου. Τι σημαίνει το κεφάλαιο; Τι σημαίνει το σύστημα; Τελικά εγώ με ποιον να θυμώσω; Θέλω να βρω ένα πρόσωπο και να θυμώσω μ’ αυτό το πρόσωπο. Δεν μπορώ να θυμώσω με τη Siemens, με τη Lehman Brothers, με μία εταιρία η οποία είναι απρόσωπη και θεώρησα ότι το Zeitgeist το ‘δειξε με απλά λόγια ότι κοίταξε, υπάρχει ένα ολόκληρο σχεδόν πυραμιδικό σύστημα, πώς οι πλούσιες εταιρίες γίνονται πλουσιότερες, όλοι αυτοί πίσω απ’ το κεφάλαιο που κινούν τα νήματα γενικά. Έτσι είναι ο καπιταλισμός. Οπότε δεν φταίει ούτε ο μετανάστης, δεν φταίει ούτε αυτός ο ένας, ούτε εκείνος ο άλλος, είναι ευρύ το πρόβλημα και συστημικό. Αυτό θεωρώ ότι μου ‘δωσε μία λογική δομή για να δω λίγο πού είναι το πρόβλημα και με τι είμαι πραγματικά θυμωμένος.
Με οποιονδήποτε χρυσαυγίτη μιλούσα, ήθελα να του πατήσω μπουνιά στα μούτρα
Νομίζω ότι το Zeitgeist πήρα λίγο χρόνο να το χωνέψω. Άρχισα να ψιλοαπομακρύνομαι. Επίσης ένα άλλο κύριο στοιχείο είναι ότι όσο ταυτιζόμουνα σαν χρυσαυγίτης, με οποιονδήποτε χρυσαυγίτη μιλούσα, ήθελα να του πατήσω μπουνιά στα μούτρα γιατί θα ‘ταν συνήθως ψιλοπατρίς, θρησκεία, οικογένεια και ψιλο -δεν είναι ωραία λέξη ρε παιδί μου- ούγκανοι ας πούμε, κι ένιωθα ότι πραγματικά οι περισσότεροι καβγάδες μου, οι επικοί μου καβγάδες ήτανε με χρυσαυγίτες γιατί εγώ ήμουν άθεος, αντίχριστος, πίστευα ότι η θρησκεία είναι πηγή του κακού και λοιπά, παρά με αριστερούς. Θα συζητούσα με αριστερούς, θα διαφωνούσα με κάποια πράγματα, θα συμφωνούσαμε σε πολλά πράγματα κι απλά ένιωθα ότι το μόνο που μένει είναι να πουν ότι είναι δικοί μας, ακροδεξιοί ας πούμε, δεν διαφωνούσα σε κάτι πραγματικά. Ενώ με τους χρυσαυγίτες όταν μιλούσα, ένιωθα ότι είναι πολύ απλοϊκή η σκέψη τους. Ότι με τη θρησκεία είναι απλά τα πράγματα, έτσι είναι ο Θεός, έτσι είναι η οικογένεια, πατρίς, θρησκεία, οικογένεια κι ένιωθα ότι είναι τοίχος ρε παιδί μου, δηλαδή δεν μπορούμε να πάμε σε βαθύτερη συζήτηση. Με τους αριστερούς είχαμε βαθιές συζητήσεις και παρότι θα διαφωνούσαμε σε κάτι ιδεολογικό στο τέλος, αυτό άρχισε να με απομακρύνει γενικά. Το Ζeitgeist άρχισε να μου δίνει μια λογική να χωνέψω μέσα μου πώς είναι τα πράματα. Κι αυτό με το Άουσβιτς θεωρώ ότι ήταν εκεί που ξεχείλισε το ποτήρι, ειδικά με το χόρτο που τα νιώθεις κι όλα λίγο πιο έντονα. Ήταν πολύ έντονο το συναίσθημα και μου ‘δωσε την κλωτσιά που χρειαζόμουνα για να φύγω.
Δεν μπορούσα να βρω που ανήκω
Θα ‘λεγα ότι γενικά το κοινωνικό δεν ήτανε τόσο δύσκολο, απ’ την άποψη ότι επειδή κι εγώ ρε παιδί μου όταν πίστευα κάτι εκφραζόμουν έντονα και το πίστευα μέχρι τον πυρήνα μου, είχα τραβήξει πολύ κόσμο μαζί μου. Τους είχα επηρεάσει πολύ. Ειδικά στην παρέα μου ήμουνα ο πιο φυσικός ηγέτης κάπως. Και όταν άρχισα ν’ αλλάζω, επειδή στο δικό μου το κεφάλι και στην παρέα ήμουνα εγώ ο πάνω, δεν ένιωθα ότι προδίδω κάποιον ή προδίδω τον εαυτό μου και «πωπω δεν θ’ ανήκω εδώ». Θα τους τραβήξω όλους μαζί εκεί που θα πάω κι εγώ, ας πούμε. Το ‘νιωθα πολύ φυσικό. Απλά ήτανε δύσκολο γιατί έγινα απολιτίκ. Δεν μπορούσα να βρω πού ανήκω. Κι αυτό ήταν λίγο περίεργο γιατί μ’ έκανε ν’ αποσυρθώ τελείως από τα πολιτικά. Ήμουν άτομο που θα βγαίναμε για καφέ τρεις ώρες και τις δυόμισι θα μιλούσα για πολιτικά, γιατί μ’ ενδιέφερε, γιατί μ’ έκαιγε πολύ, οπότε τώρα να μην νιώθω που ανήκω, ήμουν σε φάση: ποιος είμαι; τι υποστηρίζω; ποιος με εκφράζει; Και ήμουν σε φάση ότι μάλλον κανείς και τίποτα και ψιλοσταρχίδια μου και άντε γεια.
Έχει ποινικοποιηθεί το να εκφράσεις ευαλωτότητα
Καταρχάς θεωρώ ότι μου ‘δωσε πολύ πιο πολύ ενσυναίσθηση μ’ αυτά τα άτομα τα οποία ταυτίζονται μ’ αυτές τις ιδεολογίες γιατί βλέπω σ’ αυτά τα άτομα τον τότε εαυτό μου. Έναν έφηβο. Δεν έχει σημασία τι ηλικία είναι αυτό το άτομο. Μπορεί να είναι σαραντάρης ο άλλος ο χρυσαυγίτης αλλά για μένα είναι πάλι αυτό το παιδί που είναι μέσα εκεί. Θεωρώ ότι επειδή έχει ποινικοποιηθεί τόσο πολύ το να εκφράσεις ευαλωτότητα, είναι πιο εύκολο να το εκφράσεις σαν θυμό και να ‘ναι και κοινωνικά αποδεκτό, οπότε θεωρώ ότι όλα αυτά τα άτομα είναι πληγωμένα άτομα, απελπισμένα άτομα κι απλά φαντάζονται ότι είναι κουλ να το παίζουν άντρες και θυμωμένοι αντί να κάτσουνε με τον εαυτό τους σε εμβρυακή στάση, σε φάση «μαλάκα είμαι απελπισμένος και δεν ξέρω τι μου φταίει». Και τον εαυτό μου κατάλαβα καλύτερα. Τα συναισθήματα, πρέπει να τα εντοπίσεις, να τα δεις και να τα εκφράσεις γι’ αυτό που είναι πραγματικά. Είσαι πληγωμένος; Είσαι στεναχωρημένος; Οτιδήποτε, ας πούμε. Απελπισμένος; Μείνε εκεί. Μην το προσπερνάς αυτό και προσπαθείς να το βάλεις κάτω απ’ το χαλάκι. Γιατί μόνο σε θυμό γυρνάει. Και για τον εαυτό μου, βλέπω ότι τελικά δεν είμαι τόσο μοναδικός, είμαι όπως όλοι οι άνθρωποι. Άμα δεν εκφράσεις κάποια συναισθήματα, θα νευριάσεις και θα σε παρασύρουνε πιο φυσικά κάποιες ιδεολογίες οι οποίες το ψιλοενθαρρύνουνε κιόλας αυτό το πράμα, την έκφραση θυμού. Ναι, αυτό θα έλεγα, πιο πολύ κατανόηση στο πώς αντιδράω σε κάποιες καταστάσεις.
Δεν χρειάζεται να είμαι μαλάκας επειδή είμαι άντρας
Επίσης, το άλλο σημαντικό, όταν σου λείπει και κάποιο πρότυπο, ειδικά αντρικό πρότυπο, κι αυτό ήταν επίσης ένα ζήτημα για μένα, επειδή γενικά τα πατρικά πρότυπα ήταν λίγο πιο απόντα, θα έψαχνα να βρω αντρικό πρότυπο σε κάποιον ο οποίος μπορεί να ‘τανε πιο ηγετικός, πιο φωνακλάς, γιατί αυτό έχουμε ταυτίσει γενικά με -πώς να το πω ρε παιδί μου- το male, την αρρενωπότητα. Την αρσενική ταυτότητα την έχουμε ταυτίσει πιο πολύ μ’ αυτό, οπότε δεν είχα καποιο πρότυπο να δω και να πω ότι κοίταξε είναι κι αυτός άντρας σαν κι εμένα, είναι αρσενικό ρε παιδί μου και κοίτα τον, είναι ευάλωτος και είναι οκέι αυτό το πράμα. Μου ‘λειπε το υγιές πρότυπο και θεωρώ ότι ήμουνα λίγο πιο επιρρεπής στο να με μαγνητίσουν τα τοξικά πρότυπα. Και το βλέπω και σε πολλά άτομα αυτής της ιδεολογίας, ότι συνήθως είναι αυτό που λέμε ότι έχουνε ή θέματα πατρικά ή θέματα μητρικά και τους μαγνητίζουν αυτές οι ιδεολογίες. Ο Andrew Tate, ο Peterson, όλα τα τοξικά πρότυπα, σαν να μην ξέρουν άλλο τρόπο να εκφραστούν .να νιώσουν ότι ανήκουνε σαν φύλο ρε παιδί μου. Το ότι είσαι άντρας δεν σημαίνει ότι πρέπει να γαβγίζεις, να δέρνεις, να φωνάζεις, μπορείς να ‘σαι και ευάλωτος ας πούμε. Αυτό. Θεωρώ ότι αυτό έλειπε πολύ και κατάλαβα επίσης και για μένα και για τους άλλους ότι χρειαζόμαστε πιο πολλά πρότυπα υγιών αρσενικών για να νιώθει ο καθένας ότι μπορεί να εκφραστεί. Όπως αντίστοιχα, αυτό που λέμε με τους ομοφυλόφιλους, ότι χρειάζεται να τους βάζουμε πιο πολύ σε ταινίες και τέτοια για να νιώθουν τα παιδιά ότι ταυτίζονται, ότι «κοίταξε, ανήκω κι εγώ. Να! Είναι ένας που τον δείχνει η τηλεόραση. Α οκέι, είναι οκέι αυτό που νιώθω». Θεωρώ ότι λείπει το υγιές αρσενικό πρότυπο, το να βλέπει ο άλλος ότι «κοίταξε, δεν χρειάζεται να είμαι μαλάκας επειδή είμαι άντρας, μπορώ να ‘μαι οκέι κι αλλιώς».
Όταν αλλάζει το ίδιο το πρότυπο της αρρενωπότητας, θεωρώ ότι θα αλλάζουν και τα άτομα
Βλέπεις ρε παιδί μου, όπως έβλεπες και τότε άτομα της ακροδεξιάς να πηγαίνουν σε κεντρώα κόμματα, δεξιά, όταν δεν είναι τόσο οκέι να είσαι ακροδεξιός και μετά όταν έχει πάλι κρίση στο σύστημα είναι ψιλοοκέι οι ακραίες εκφάνσεις. Βλέπεις πάλι να πηγαίνουνε στην ακροδεξιά οπότε θεωρώ ότι μεταμορφώνεται συνεχώς. Το κάνει αυτό ο φασισμός. Αλλά ταυτόχρονα θεωρώ ότι έχει ψιλοαλλάξει κιόλας εν μέρει γιατί επειδή αλλάζουν λίγο κι οι εποχές και το ότι ντάξει τώρα μπορεί να πηγαίνουμε κάποια βήματα πίσω αλλά αρχίζει να αλλάζει λίγο το πρότυπο της αρρενωπότητας δεν είναι όπως ήταν οι παππούδες κι οι προπαππούδες μας. Θεωρώ ότι και ο φασισμός θα τραβήξει κάποια άτομα τα οποία θέλουνε να ταυτιστούν με την ακραία αρρενωπότητα, όταν αλλάζει το ίδιο το πρότυπο της αρρενωπότητας, θεωρώ ότι θα αλλάζουν και τα άτομα, δηλαδή, πώς να το πω; μπορεί ο χρυασυγίτης ας πούμε, το ’50 που δεν υπήρχε η χρυσή αυγή ρε παιδί μου, ο ακραίος τότε, να πήγαινε και να σκότωνε ένα άτομο με λοστό, τώρα να ‘ναι αυτός ο οποίος βρίζει, φωνάζει ή δέρνει. Θεωρώ ότι και αλλάζει και ψιλοκρύβεται μέσα σε άλλα κόμματα, πρότυπα. Σπαρτιάτες, Νίκη, ξέρεις «δεν είμαστε ναζιστές απλά είμαστε πολύ χριστιανοί». Μετά θα γίνουμε ναζιστές κάποια στιγμή. Δηλαδή τώρα βλέπω π.χ. με το Ισραήλ και την Παλαιστίνη άτομα τα οποία κρύβονται κάτω από το ότι θέλω να υποστηρίξω την Παλαιστίνη που τέλεια εννοείται κι εγώ υποστηρίζω φουλ την Παλαιστίνη απλά βλέπω άτομα απ’ τον ακροδεξιό χώρο να βρίσκουν απλά πάτημα για να βγάλουνε το ναζιστικό τους άχτι και να λένε: «Να είδες; Όλοι οι Εβραίοι τελικά είναι τέτοιοι». Και να λέμε ότι: «παιδιά είναι δύο διαφορετικά πράματα».
Νομίζεις ότι έχεις κάτι, το οποίο άμα το δούνε, δεν θα σ’ αγαπήσει κανείς
‘Ντάξει απλά θα του ‘δειχνα μία κατανόηση. «Καταλαβαίνω το μίσος σου, καταλαβαίνω την οργή», δεν θα του ακύρωνα το συναίσθημά του, δεν θα του ‘λεγα: «έλα ρε μαλάκα, πώς κάνεις έτσι; Γιατί είσαι τόσο θυμωμένος; Έλα ρε μαλάκα, θα γίνουν καλύτερα τα πράματα, μην είσαι έτσι» ας πούμε. Θα του ‘λεγα: «καταλαβαίνω ότι έχεις μίσος, καταλαβαίνω ότι έχεις οργή και ότι βλέπεις πως δεν έχεις κανένα μέλλον κι είσαι απελπισμένος. Οκέι. Και όντως είναι δύσκολα τα πράματα, γιατί βλέπουμε ότι δεν είναι και πολύ καλύτερα γενικά όλη η φάση με την κρίση». Επίσης θα του ‘λεγα: «είναι οκέι, να μην είσαι οκέι. Προσπάθησε να βρεις αυτό που πραγματικά σ’ ενοχλεί. Αυτό που πραγματικά σε στεναχωρεί. Και βαλ’ το σε λέξεις. Εσένα, προσωπικά. Μην το γενικεύεις σε σύστημα και τέτοια. Εσύ προσωπικά τι νιώθεις; Είσαι στεναχωρημένος; Σου λείπει η κοπέλα σου; Οτιδήποτε ρε παιδί μου. Νιώθεις ότι είσαι παρείσακτος σ’ αυτή την κοινωνία για οποιονδήποτε λόγο. Νομίζεις ότι έχεις κάτι, το οποίο άμα το δούνε, δεν θα σ’ αγαπήσει κανείς, ας πούμε; Οτιδήποτε νομίζεις ότι έχεις τόσο λάθος, δεν είναι. Βρες φίλους, βρες άτομα, εννοείται άμα μπορέσεις να κάνεις ψυχοθεραπεία αλλιώς βρες άτομα με τα οποία μπορείς να μιλάς ανοιχτά, μπορείς να γίνεσαι ευάλωτος, να είναι οκέι ρε παιδί μου, να πεις ότι δεν είσαι καλά, να είναι οκέι να μοιραστείς τους φόβους σου και τις ανησυχίες σου, που θα σ’ αποδεχτούνε, καταρχάς σαν παρέα σου, γιατί θεωρώ ότι μόνο το να μπορείς να μιλήσεις, το να νιώσεις ότι είναι νορμάλ όλα αυτά που νιώθω, είναι νορμάλ αυτά που σκέφτομαι, που νιώθω απελπισία, θα κατευνάσουν πάρα πολύ το μίσος σου γενικά, θα κατευνάσουν πάρα πολύ την οργή που νιώθεις και προσπάθησε απλά να το εστιάσεις σε πράγματα που πραγματικά σ’ ενοχλούν και βρες ομάδες, βρες κόσμο, όχι ομάδες σαν την Χρυσή Αυγή γιατί δεν σε βοηθάνε να κατευνάσεις κάτι, στο βαζουν κάτω απ’ το χαλάκι και σου λένε πήγαινε χτύπα τον τοίχο, πάμε να σπάσουμε πράγματα για να νιώσουμε καλύτερα, αυτό σου κάνουνε, δεν σε βοηθάνε πραγματικά, μπορεί να σε κάνουν να νιώθεις ότι εδώ είμαστε όλοι αδέρφια, ότι εδώ είσαι αδερφός μας και όλα καλά, δεν είναι έτσι τα πράματα, το ξέρουμε ότι δεν μιλάει κανείς ειλικρινά, δεν θα μιλήσει ειλικρινά κανείς, θα σε κατακρίνουν, θα σε κάνουν, θα σε ράνουν. Βρες άτομα. Είναι οκέι να είσαι ευάλωτος». Αυτό. Αυτό είναι για μένα το πρώτο και μέγιστο ας πούμε. Είναι οκέι να ‘σαι ευάλωτος. Δεν είναι κουλ το να φαίνεσαι μόνιμα θυμωμένος. Δεν σε κάνει πιο άντρα. Ίσα ίσα, το δύσκολο είναι να είσαι ευάλωτος. Το να μοιραστείς αυτά που πραγματικά φοβάσαι, να τα εκφράσεις και σε πολλά εισαγωγικά να φανείς, αυτό που έχεις στο νου σου ως αδύναμος στους δικούς σου ανθρώπους. Να νιώσεις ότι εκτίθεσαι, γιατί αν εκτεθείς και νιώσεις ότι σ’ αποδέχονται, θεωρώ ότι δεν μεταστοιχειώνεται σε θυμό αυτό το πράμα, το οποίο και οδηγεί όλο τον κόσμο στα άκρα. Είναι αυτό το συναίσθημα το οποίο το ‘χεις βάλει κάτω απ’ το χαλάκι κι έχει βαφτιστεί σε θυμό, πάντα ο θυμός έχει κάτι άλλο από πίσω του. Δες το από πίσω ρε παιδί μου. Και προσπάθησε να μείνεις μ’ αυτό. Να το δεις, να το λύσεις, κλάψε, πραγματικά κλάψε. Δεν μπορώ να το τονίσω αρκετά. Είναι οκέι να κλαις. Είναι οκέι να ξεσπάς έτσι. Δεν χρειάζεται να ουρλιάζεις και να φαίνεσαι άγριος. Κι άμα έχεις πληγωθεί κι αυτό είναι η άμυνά σου, αν κάποιος σε πλήγωσε και γι αυτό έβαλες τη μάσκα του θυμού, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο. Κάποιος άνθρωπος σε πλήγωσε, οκέι, συμβαίνει. Κάποιοι το κάνουν κατά λάθος, υπάρχουν και μαλάκες. Απλά δεν είναι λόγος αυτός για να βάλεις έναν μόνιμο τοίχο θυμού κι απλά να μην σκέφτεσαι και να πηγαίνεις να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο. Αυτό. Αυτό θα ‘λεγα, δηλαδή απλά μια μεταφορική αγκαλιά στον εαυτό σου. Ότι είναι οκέι. Είναι όλα οκέι. Όλα αυτά που νιώθεις είναι κατανοητά. Καταλαβαίνω. Απλά δεν είναι λύση η οργή κι ο θυμός. Ειδικά απέναντι σε άτομα που είναι περιθωριοποιημένα απ’ την κοινωνία. Είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Και δεν φταίνε καθόλου ας πούμε. Και έχουν περάσει χίλιες φορές πιο δύσκολα πράματα, να έρθουν εδώ πέρα, να χτίσουν ένα μέλλον, προσπαθούνε ξέρω γω, το σύστημα τους έχει πεταμένους μόνιμα. Γιατί σου φταίει ρε φίλε ο random ο μετανάστης, τον οποίο δεν γνώρισες ποτέ;
Θα γίνω το τέρας που με βλέπουν όλοι
Το πιο σημαντικό για μένα και ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο, ειδικά όταν δεν έχεις δει και τις δύο μεριές, είναι δύσκολο να πεις: «εγώ θα κάτσω τώρα μ’ αυτό το τέρας να μιλήσω». Για μένα αυτό είναι το πιο σημαντικό ρε φίλε. Να μιλάμε, να μιλάμε. Δηλαδή αυτό μας φέρνει σ’ αυτή την κατάσταση τώρα, να ‘χουμε χρυσαυγίτες, γιατί είναι παιδιά που δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουν, στην οικογένειά τους πρώτα, γιατί απο κει ξεκινάνε όλα. Να μιλήσουμε. Μίλα μου ρε μπρο. Πες μου, γιατί; Έτσι από περιέργεια δηλαδή. Για ποιο λόγο νιώθεις ότι φταίνε αυτοί; Για ποιο λόγο νιώθεις ότι φταίει ο άλλος; Και θα δεις ότι θα κάνεις συζήτηση. Κι όταν κάτσεις να συζητήσεις θα σου πει: «Ναι ντάξει, η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν όλοι το ίδιο». Και μόνος του -θα δεις- ότι θα αντικρούσει τον εαυτό του. Κι από κει σιγά-σιγά θα χτίσεις το ότι «ναι ντάξει, μάλλον δεν μπορώ να κρίνω ρε φίλε έτσι ένα γκρουπ ανθρώπων χωρίς να ξέρω. Θα κρίνω τον κάθε έναν ξεχωριστά». Αλλά πρέπει να μιλήσει αυτός ο άνθρωπος. Όσο εσύ τον βάζεις στο περιθώριο και λες «πωπω κοίτα τι κάνανε!», «κοίτα τα τέρατα!», του δίνεις και ψιλοϊσχύ αυτού του εαυτού ότι «μαλάκα, κοίτα πόσο δυνατός είμαι! Κάνω κάτι, τους έχω όλους εναντίον μου». Αυτός νιώθει ότι κάνει μια επανάσταση εκείνη την στιγμή. «Είμαι μόνος μου. Είμαι γαμάτος. Δεν φοβάμαι κανέναν και τίποτα. Κι όσο εσείς με βάζετε στην άκρη, υποσυνείδητα μου δίνει και μένα την αίσθηση ότι πω μαλάκα έχω γίνει τέρμα τέρας». Είναι αυτό που λέμε, η αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Νιώθεις κάτι και γίνεσαι. Δηλαδή εγώ σκεφτόμουν «πω μαλάκα υποστηρίζω κάτι ακραίο, δεν χωράω εδώ, δεν ταιριάζω εδώ πέρα, γι’ αυτό είμαι εκεί». Κι όσο οι άλλοι σε κάνουν να νιώθεις: «Δες τον αυτόν!», «κοίτα τι κάνει!», σου ψιλοεπιβεβαιώνει ότι «όντως μαλάκα δεν χωράω πουθενά και ότι όντως εδώ πέρα είναι ο μόνος χώρος για να είμαι, γιατί κοίτα, με βλέπουν όλοι σαν τέρας, οπότε θα γίνω το τέρας που με βλέπουν όλοι».