
Η ιστορία (το story) στο Χρώμα που ήρθε από το διάστημα είναι μάλλον απλή. Τοπογράφος από τη Βοστώνη βρίσκεται στα περίχωρα του Άρκαμ, συμμετέχοντας στην κατασκευή ενός καινούριου φράγματος. Κάτι περίεργο υπάρχει στην ατμόσφαιρα, αλλά δεν μπορεί να προσδιορίσει τι. Συναντά έναν γέροντα -μοναχικό και περίεργο, ημίτρελο σύμφωνα με τους υπόλοιπους περίοικους- που του μιλά για τις «παράξενες μέρες» και τον «τεφρό ξερότοπο».
Τι σημαίνουν αυτά; Το μακρινό 1882 ένας μετεωρίτης πέφτει στο αγρόκτημα του Άμμι, ενός φιλήσυχου αγρότη που ζει και εργάζεται εκεί με την οικογένειά του. Οι επιστήμονες που σπεύδουν να πάρουν δείγμα από το ουράνιο σώμα βρίσκονται μπροστά σε ένα περίεργο φαινόμενο. Το υλικό που μαζεύουν και εξετάζουν με τις πλέον μοντέρνες μεθόδους φασματογραφίας είναι ακατάτακτο. Μοιάζει με… θυμίζει… αλλά ουσιαστικά δεν είναι. Και συν τοις άλλοις, ύστερα από λίγο εξαφανίστηκε.
Αυτά στο εργαστήριο. Γιατί στο αγρόκτημα του Άμμι τα πράγματα παίρνουν μια διαφορετική τροπή. Το υπόλειμμα (ή μήπως απόρριμμα) του μετεωρίτη συρρικνώνεται μεν, αλλά κάτι αφήνει στον περιβάλλοντα χώρο. Κάτι που λαμπυρίζει περίεργα στο σκοτάδι, κάτι που κάνει τα δέντρα να θροΐζουν χωρίς να φυσάει άνεμος. Κάτι που προοδευτικά κάνει το νερό, τους καρπούς των δέντρων και τα σφαχτά άγευστους. Κάτι που απομονώνει την οικογένεια του Άμμι από τους υπόλοιπους κατοίκους -πλην προφανώς του γέροντα που μας μιλά, του μόνου μάρτυρα.
Προϊόντος του χρόνου, η οικογένεια του Άμμι αρχίζει να τρελαίνεται. Πρώτα η γυναίκα και το ένα παιδί, που τους κλειδώνει στη σοφίτα. Έπειτα ο άλλος γιος που χάνεται στο πηγάδι. Στο τέλος ο ίδιος ο Άμμι. Τους βρίσκει όλους ο γέροντας κατά την προτελευταία του επίσκεψη στο αγρόκτημα, που είναι τόσο τρομακτική που τον κάνει να καταφύγει στις αρχές. Δεν ξέρει τι είναι αυτό που κάνει το κακό, αλλά βλέπει τα αποτελέσματά του: την πλήρη απανθρωποποίηση των θυμάτων, που τα κάνει όλα «έτσι γκρίζα και εύθρυπτα» (σ. 49)
Οι αρχές του Άρκαμ (πολιτικές αρχές, αστυνομικές αρχές και επιστημονικές αρχές) προσέρχονται να εξετάσουν το αγρόκτημα εκ νέου. Ξεμένουν εκεί το βράδυ και βλέπουν το χρώμα που ήρθε από το διάστημα εν δράσει. Εγκαταλείπουν άρον άρον και απομακρυνόμενοι βλέπουν την ολική καταστροφή του αγροκτήματος και μια φλόγα να αναχωρεί προς τον ουρανό.
Ο γέροντας ωστόσο ξέρει -και ο τοπογράφος το έχει αισθανθεί περνώντας από εκεί- ότι το πηγάδι στον τεφρό ξερότοπο βγάζει μια λάμψη περίεργη. Ξέρει επίσης πως ο ξερότοπος μεγαλώνει ελάχιστα κάθε χρόνο. Ο τρόμος δεν έχει φύγει από το Άρκαμ, αλλά κανείς δεν τον συνειδητοποιεί. Θα μπορέσει το νέο φράγμα να εξαφανίσει το τελευταίο ίχνος των παράξενων ημερών; «Αυτό ήταν ένα χρώμα που ήρθε από το διάστημα – ένας φοβερός αγγελιοφόρος από άμορφες επικράτειες του απείρου, εντελώς πέρα από τη φύση όπως τη γνωρίζουμε· από επικράτειες που και μόνο η ύπαρξή τους μουδιάζει το μυαλό κι αποκαλύπτει μπρος στα περιδεή μας μάτια, μαύρα, εξωσυμπαντικά βάραθρα που μας αφήνουν παγωμένους κι άφωνους» (σ. 64).
Το Χρώμα… γράφεται το 1927 και είναι το δεύτερο από εκείνα τα έργα που συγκροτούν, όπως γράφει ο Μισέλ Ουελμπέκ στο δοκίμιο του για τον Λάβκραφτ (Χ. Φ.Λάβκραφτ: Εναντίον του κόσμου, εναντίον της ζωής, μτφρ. Β. Πατσογιάννης, Εστία), τον «σκληρό πυρήνα του μύθου ΧΦΛ, αυτόν που οι πλέον φανατικοί λαβκραφτιανοί συνεχίζουν να αποκαλούν, ίσως σε αντίφαση με τον εαυτό τους, “μεγάλα κείμενα”». Το πρώτο από αυτά είναι φυσικά το Κάλεσμα του Κθούλου (1926).
Τα «μεγάλα κείμενα» του Λάβκραφτ γράφονται μετά την διετή παραμονή του στη Νέα Υόρκη, όπου ο μονήρης τζέντλεμαν της Νέας Αγγλίας κάνει τη μόνη σοβαρή προσπάθεια να ανοιχτεί στον κόσμο και την ευτυχία. Ο γάμος με τη Σόνια Γκριν, όπως και η προσπάθεια δημιουργίας μιας επαγγελματικής σταδιοδρομίας, αποδεικνύονται παλάτια φτιαγμένα στην άμμο. Ανίκανος να ασκήσει και το παραμικρό επάγγελμα, ζώντας την ταπείνωση του τζέντλεμαν που περιμένει στις ουρές του ταμείου ανεργίας πλάι στα μέλη των κατώτερων κοινωνικών τάξεων και κάθε λογής φυλών, ο σοκαρισμένος Λάβκραφτ θα επιστρέψει στην εξοχή και τις θείες του αηδιασμένος: η επαφή του με την πραγματικότητα του καπιταλισμού της μαζικής δημοκρατίας έχουν δημιουργήσει τον ρατσιστή και αντιδραστικό συγγραφέα.
Ωστόσο, όσο καταστρεπτική μπορεί να είναι για το φυσικό πρόσωπο «συγγραφέας» μια παρόμοια εμπειρία, οδηγώντας τον πιο βαθιά στο ντουλάπι των ιδεοληψιών και καταδικάζοντάς τον σε έναν ανέκκλητο μισανθρωπισμό, τόσο ευεργετική μπορεί να είναι για το συγγραφικό υποκείμενο. Η επίκληση της γραφής για να δειχθεί το αμετάδοτο του βιώματος του φυσικού προσώπου οδηγεί συχνά σε αποτελέσματα που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί. Μέσα από τη λογοτεχνία του ο Λάβκραφτ μαρτυρεί για τα αδιέξοδα της εποχής του καλύτερα ίσως από οποιαδήποτε πραγματεία.
Στο Χρώμα.. η απειλή επιλέγεται να είναι η απόλυτη εξωτερικότητα, με την εκλογή του μετεωρίτη που έρχεται από το μακρινό διάστημα να το καθιστά αυτό πιο πρόδηλο από το οτιδήποτε. Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή που γράφεται το Χρώμα η κοσμολογία είναι υπό επαναστατική μεταβολή. Δεν έχουν κλείσει ακόμα δέκα χρόνια από όταν ο Αϊνστάιν συνειδητοποιεί ότι οι εξισώσεις της γενικής σχετικότητας λύνονται υποδεικνύοντας ένα δυναμικό σύμπαν, ενώ τα πειραματικά δεδομένα του Χαμπλ μιλούν ανοικτά για ένα σύμπαν που διαστέλλεται και λίγο μετά ο αββάς Λεμέτρ. θα εισάγει την πρώτη μορφή της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης: το σύμπαν όντως είναι απειλητικό όταν γράφει ο Λάβκραφτ. Και ακόμα χειρότερα: είναι άγνωστο με βάση το παραδοσιακό μας μοντέλο γνώσης και εξήγησης.
Σε τι συνίσταται ουσιαστικά η απειλή που αντιπροσωπεύει το χρώμα; Στην κατάλυση της συμβολικής τάξης και στη συνεπαγόμενη απανθρωποποίηση του ανθρώπου και της αλήθειας του. Ξέρουμε ήδη, και αρκεί να ανοίξουμε μια τυχαία σελίδα του Λακάν, ότι «Η ομιλία εντάσσεται στη διάσταση της αλήθειας καθώς η αλήθεια είναι άλλο πράγμα την πραγματικότητα. Η ομιλία εισάγει μια διαφορετική διάσταση μέσα στην πραγματικότητα που είναι η διάσταση της αλήθειας». Και η αυτή η «αλήθεια», η κανονιστική διάσταση των βαθύτερών μας πεποιθήσεων, συγκροτεί την κοινωνική μας ουσία. Αυτό ακριβώς βάλλει το χρώμα, όπως περιγράφεται εύγλωττα στην περιγραφή της τρέλας της γυναίκας του Άμμι: «Το παραλήρημά της δεν περιείχε ούτε ένα συγκεκριμένο ουσιαστικό, παρά μόνο ρήματα και αντωνυμίες» (σ. 31). Η γυναίκα χάνει τη γλώσσα της, χάνει την επαφή της με τον μόνο τρόπο που έχει να πει το βίωμά της. Εκπίπτει από τη βαθμίδα του υποκειμένου.
Μόνο τότε, αφού κλέψει από τα θύματά του την ασφάλεια της συμβολικής τάξης , το χρώμα εφορμά περαιτέρω, αφαιρώντας τους και ό,τι έχει μείνει από την ανθρωπινότητά τους. Στο τέλος μένει μια περίεργη εύθρυπτη γκρίζα μορφή, συρρικνωμένη και φαντασματική, τέτοια ώστε δεν ξέρει κανείς αν μπορεί να αποκαλείται ακόμα «άνθρωπος» -το γεγονός ότι η αφήγηση αφήνει έντεχνα να υποθέσουμε ότι ο γέρος αφηγητής σκοτώνει αυτή την ύπαρξη είναι ενδεικτικό της επιτυχίας του χρώματος: η κατάληξη του ανθρώπου μετά την επίθεση δεν είναι ο θάνατος, αλλά η τοποθέτησή του σε μια κατάσταση όπου αυτός καθίσταται αδιάφορος για τον παρατηρητή που κοιτάζει ακόμα από την ασφάλεια της συμβολικής τάξης.
Το γεγονός ότι αυτή η τρομακτική κατάληξη δεν είναι απλώς ένα νοητικό παιχνίδι αλλά κάτι που μας αφορά όλους δείχνεται από δύο καθοριστικά σημεία της αφήγησης: Στο πρώτο, ο Άμμι αναρωτιέται κάποια στιγμή σε ποια αμαρτία του αντιστοιχεί αυτή η τιμωρία, αφού αυτός απλώς ακολουθούσε τις επιταγές του Ευαγγελίου: η καταστροφή δεν έχει αιτία, είναι τυχαία και καθολική. Είναι ο επιτυχής τρόπος ζωής του παρελθόντος που δεν είναι εφικτός πλέον. Στο δεύτερο, όλοι οι θεματοφύλακες της συμβολικής τάξης, άτομα της εξουσίας και άτομα της γνώσης, φεύγουν κυνηγημένα από το χρώμα. Καμία ασφάλεια δεν είναι εφικτή.
Ωστόσο, «οι παράξενες μέρες» δείχνουν να έχουν περάσει. Ο «τεφρός ξερότοπος» οριοθετεί έναν οριακό τόπο της εμπειρίας που δείχνει περιχαρακωμένος. Ή μήπως όχι; Η επιλογή του Λάβκραφτ να τοποθετήσει δύο ενδιάμεσους αφηγητές ανάμεσα στα γεγονότα και τον αναγνώστη υπονοεί ότι ο κίνδυνος δεν έχει παρέλθει. Κι αν ο μάρτυρας που μεταφέρει την εμπειρία αυτών που εξαφανίστηκαν δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστος καθώς όλοι τον θεωρούν τρελό (τον μόνο ακριβώς που επιμένει ακόμα να μιλάει για το κακό και να μην το απωθεί), τότε αυτός που μαρτυρεί για αυτόν, ο τοπογράφος αφηγητής δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Κλείνοντας το Χρώμα… ο αναγνώστης και η αναγνώστρια μένουν με την περίεργη αίσθηση μιας ένοχης απόλαυσης. Η αριστοτεχνική πρόζα του Λάβκραφτ (περίτεχνα μεταφερμένη στην ελληνική από την έμπειρη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου) προκαλεί την αισθητική ευαρέσκεια την ώρα που περιγράφει τον κίνδυνο της οριστικής εξαφάνισης του ανθρώπου. Μπροστά στον τρόμο της εξάλειψης, μπροστά στη δύναμη που μας ξεπερνά, η απόλαυση μας θυμίζει και τα όριά μας. Κι αυτή η υπόμνηση μπορεί εντέλει να συνιστά τη μοναδική ηθική μας.