Να τους κρίνουμε; Δεν κρίνουμε αυτούς, το αίτημά τους κρίνουμε, το αίτημά τους για διεθνή προστασία. Η νομικός μέσα μου εξεγείρεται, φυσικά και δεν κρίναμε τους ίδιους, την δουλειά μας κάναμε. Εγώ είμαι τότε είκοσι έξι χρονών και έχει γεμίσει το σώμα μου αλλεργικά συμπτώματα. Όλη μέρα το δέρμα μου γεμίζει άσπρες και κόκκινες γραμμές, σαν να με έχουν γρατζουνίσει γάτες και ξύνομαι, ξύνομαι, ξύνομαι συνέχεια. Κανένας γιατρός δεν μπορεί να μου πει τι έχω, τίποτα δεν δικαιολογεί αυτό που συμβαίνει στο δέρμα μου για μήνες. Και δεν θέλω να την κάνω αυτή τη δουλειά, όχι, δεν θέλω να την κάνω. Κανείς δεν πρέπει να κάνει αυτήν την δουλειά.

Κάποιος όμως πρέπει να την κάνει. Την πρώτη μέρα στη ΒΙΑΛ βρέχει συνέχεια, συνέχεια βρέχει κι εμείς μπαίνουμε τρέχοντας μέσα στο παλιό εργοστάσιο, περνώντας δίπλα από συρματοπλέγματα κι έχει αέρα και κάνει κρύο. Είναι τέλη Δεκέμβρη, λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Μέσα στα γραφεία της Υπηρεσίας Ασύλου έχει εξωτερικές σόμπες και ζεσταίνουμε εκεί τα χέρια μας. Γύρω μας καθισμένοι πρόσφυγες και μετανάστες, ποιος ξέρει τι από τα δύο είναι, εμείς θα το κρίνουμε αυτό, εμείς, η Υπηρεσία. Εμείς, η Υπηρεσία. Η Υπηρεσία είμαι εγώ, είκοσι έξι χρονών, πτυχίο νομικής. Εκείνοι λοιπόν περιμένουν εμάς, για να τους κρίνουμε, ή να τους χαρακτηρίσουμε ευάλωτους, να τους δώσουμε χαρτιά, τα «καρτία», να σηκωθούν να φύγουνε από το νησί, να τους κλείσουμε το ραντεβού τους για συνέντευξη, να τους δώσουμε το προσφυγικό καθεστώς. Την δεύτερη εβδομάδα ένας Σύριος καίγεται ζωντανός.

Δεν είναι ανθρώπινο να λείπει σε κάποιον η ΒΙΑΛ. Σε κάποιον όμως λείπει κι αυτός ο κάποιος είμαι εγώ. Κάθομαι σε αυτές τις καρέκλες, οι καρέκλες είναι μπλε. Κάθε μέρα κάθομαι σε άλλο γραφείο, μέσα στα λευκά κοντέινερ και αστειεύομαι, «Να δεις που κάποτε θα δουλεύουμε κάπου που θα έχει τοίχους και θα μας έρχεται περίεργα». Τον χειμώνα έχει κρύο, το καλοκαίρι έχει καύσωνα, κάπου μακριά υπάρχει πάντα η θάλασσα. Απέναντί μου κάθεται ο αιτών άσυλο κι ανάμεσά μας είναι ένας υπολογιστής. Δίπλα μας ο διερμηνέας, που πάντα ελπίζω ότι λέει ακριβώς αυτά που λέμε μεταξύ μας ο αιτών κι εγώ και δεν προσθέτει τις δικές του ερμηνείες. «Θα ακολουθήσει μία συνέντευξη για να καταλάβουμε τους λόγους για τους οποίους φύγατε από την χώρα σας και ζητάτε προστασία από το ελληνικό κράτος».

Για τέσσερις μήνες τουλάχιστον ξεχνάω πώς ανασαίνουν οι άνθρωποι και πώς κοιμούνται. Μαθαίνω να σκέφτομαι «σύμφωνα με τον νόμο», μαθαίνω να σωπαίνω όταν κλαίνε, μαθαίνω να κλείνω την μύτη μου στον δρόμο για την πύλη Α. Μαθαίνω να πληκτρολογώ πολύ γρήγορα και μαθαίνω να κάνω τις σωστές ερωτήσεις. Στο πρώτο μου θύμα βιασμού, ξεχνάω βολικά το ραντεβού μου με την ψυχολόγο, γιατί δεν θέλω να μιλήσω για αυτό. Μαθαίνω έτσι τι είναι το δευτερογενές τραύμα. Απέναντί μου κάθεται πάντα ο αιτών άσυλο, η αιτούσα άσυλο, που δεν ξέρει ότι αιτείται, δεν ξέρει τι αιτείται, είναι απλά εκεί και ακολουθεί την διαδικασία. Μαθαίνω να ακολουθώ την διαδικασία ενώ τα πρόσωπα απέναντί μου θολώνουν, μπαίνουν σιγά σιγά το ένα μέσα στο άλλο, στο σύστημα είναι αριθμοί, η υπόθεση 63450, γυναίκα μόνη από την υποσαχάρια Αφρική, άντρας από το Ιράκ, ανήλικος αιτών, απόρριψη, απόρριψη, απόρριψη. Μαθαίνω να απορρίπτω, να βάζω την σφραγίδα του ελληνικού δημοσίου με την υπογραφή μου από πάνω.

Στην πύλη Α βρίσκεται ένα τεράστιο, σκονισμένο βιβλίο όπου όλοι υπογράφουμε όταν μπαίνουμε δείχνοντας την κάρτα μας. Ελληνική Υπηρεσία Ασύλου, Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ασύλου, ΜΕΤΑΔΡΑΣΗ, Πρώτη Υποδοχή, FRONTEX, Ύπατη Αρμοστεία. Το βιβλίο το προσέχει ένας υπάλληλος σεκιούριτι, τριγύρω είναι η αστυνομία. Είμαστε ένας κόσμος, μια κυψέλη από μέλισσες, παραγγέλνουμε καφέδες, παραγγέλνουμε φαγητό, καπνίζουμε έξω δίπλα στα συρματοπλέγματα ενώ βλέπουμε την ΒΙΑΛ συνεχώς να μεγαλώνει, να εξαπλώνεται, σκηνές της Ύπατης ξεπετάγονται μέσα σε μια νύχτα, αργότερα ένας Παλαιστίνιος πατέρας με τον γιο του έχουν χτίσει μια αυτοσχέδια παράγκα δίπλα στο μονοπάτι από χώμα. Μένουν εκεί έναν χρόνο μέχρι να πάρουν τα χαρτιά τους, κάθε πρωί λέμε καλημέρα μέχρι που μια μέρα δε λέμε.

Η ΒΙΑΛ μεγαλώνει και μικραίνει ανάλογα με τις ροές, με τις πολιτικές, με το πόσοι άνθρωποι αποφασίσαμε ως κράτος ότι είναι εντάξει να πνιγούνε. Έρχεται μια περίοδος με μαχαλάδες γύρω από το εργοστάσιο, έρχεται ένα καλοκαίρι που η ΒΙΑΛ γεμίζει χρώματα, γυναίκες από την Σομαλία απλώνουν τα πολύχρωμα μαντίλια τους στα σχοινιά των σκηνών, οι φούστες τους ανεμίζουν στον ήλιο κι εμείς περνάμε από κάτω στο δρόμο για την δουλειά. Οι Άραβες παίζουν δυνατά μουσική και μαγειρεύουν, οι Αφρικανοί μας καλημερίζουν με ένα χαμόγελο πλατύ παίζοντας κάτι που μοιάζει με τάβλι. Τα παιδιά παίζουν και πηγαίνουν σχολείο να μάθουν ελληνικά, κάποιος κάτω συνεχώς προσεύχεται προς την ανατολή. Μαθαίνω μια μέρα ότι άντρες από την πόλη έρχονται σε κάποια κοντέινερ τα βράδια για να δώσουν στα κορίτσια από πέντε ευρώ. Οι άντρες στην πόλη σταματάνε με το αυτοκίνητο κάποιους ομοφυλόφιλους και τους προτείνουν το ίδιο.

Εγώ κάνω συνέχεια συνεντεύξεις. Παράλληλα τα βράδια με γνωστούς ή με τους δικούς μου στο τηλέφωνο απαντάω σε ερωτήσεις. «Και πώς ξέρεις ότι σου λένε την αλήθεια;», «Πώς ήρθαν εδώ;», «Είναι άντρες οι περισσότεροι;», «Είναι επικίνδυνοι, φοβάσαι;». Απαντάω σε ερωτήσεις και ακούω δηλώσεις, όλοι ξέρουν τι συμβαίνει με τους πρόσφυγες, όλοι έχουν κάποιον γνωστό στην αστυνομία ή στο λιμενικό, και όλοι ξέρουν πάρα πολύ καλά τι συμβαίνει. «Οι Σύριοι δεν είναι το ίδιο με τους υπόλοιπους», «Όλες οι ΜΚΟ είναι διεφθαρμένες», «Ποτέ δεν βγαίνει καμία απορριπτική απόφαση», «Το να δημιουργείς ρεύμα που μπορεί να αναποδογυρίσει μια βάρκα δεν είναι επαναπροώθηση». Όταν έψαχνα σπίτι στο νησί, όλοι απογοητεύονταν που δεν ήμουν κι εγώ δασκάλα, αλλά δούλευα στην ΒΙΑΛ «με αυτούς».

Μετά ήρθαν οι χειμώνες και ο ουρανός μαύριζε, μαύριζε, μαύριζε και μια μέρα ένας άνθρωπος βρέθηκε μισοφαγωμένος από τους αρουραίους στην ΒΙΑΛ. Έγινε και άρθρο στον τοπικό τύπο. Εμείς συνεχίσαμε να κάνουμε την δουλειά μας, ψάξαμε λίγο να βρούμε αν είχε περάσει το στάδιο της συνέντευξης, αν κάποιος από εμάς χρωστούσε την απόφασή του κι εκείνος πέθανε περιμένοντάς την. Ψάξαμε λίγο να βρούμε πώς πέθανε και συνεχίσαμε να κάνουμε την δουλειά μας. Ένα βράδυ μέσα σε εκείνον τον μαύρο χειμώνα με ρώτησε ο φίλος μου, ο Μιχάλης, πώς αντέχω να κάνω αυτήν την δουλειά. Χειρούργος ο Μιχάλης με ανθρώπους να πεθαίνουν στα χέρια του, ρώτησε εμένα πώς αντέχω να κάνω αυτήν την δουλειά. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να κάνεις αυτήν την δουλειά και αυτός είναι να παθαίνεις αμνησία. Το μυαλό, Μιχάλη, είναι ένα φανταστικό εργαλείο. Κάνεις το μεσημέρι μια τετράωρη συνέντευξη με ένα θύμα trafficking και το βράδυ δεν θυμάσαι, στ’ αλήθεια, τίποτα.

Κάποιοι με λυπούνται για όλα αυτά που βλέπω. Αυτά που βλέπω όμως δεν με πληγώνουν, αυτά που βλέπω είναι μια πανέμορφη Κονγκολέζα με δυο γλυκά μωράκια. Στο διάλειμμα της συνέντευξης της κρατάω το ένα αγκαλιά, για να θηλάσει το άλλο. Αυτά που βλέπω είναι ένας ποταμός απελπισίας, ένα βουνό επιμονής, άνθρωποι ανάπηροι, άνθρωποι αναλφάβητοι και ένας μαυριδερός Ιρακινός με τζιν και δερμάτινη ζώνη, που μοιάζει με τον Miles Davis. Βλέπω έναν πανέμορφο Παλαιστίνιο από την Γάζα με γαλάζια μάτια και βλέπω γυναίκες έγκυες. Βλέπω περήφανους και πανύψηλους Σενεγαλέζους και βλέπω αγαπημένα ζευγάρια και πολύτεκνες οικογένειες. Δεν με πειράζουν αυτά που βλέπω, δεν με πειράζουν καν αυτά που ακούω. Με πειράζει που πρέπει να διερευνήσω την αλήθεια όσων ακούω, με πειράζει που δεν είμαι ψυχολόγος, δεν προσφέρω κανενός είδους ανακούφιση και δεν είναι ο ρόλος μου να την προσφέρω. Είμαι αυτή που θα αξιολογήσει την αξιοπιστία της ιστορίας, αυτή που θα ζητήσει λεπτομέρειες για τον βιασμό, τον φόνο, το ναυάγιο. Είμαι η Υπηρεσία.

Είμαι η Υπηρεσία κι γίνομαι μηχανή. Ήμουν μια αμήχανη μηχανή και με τον καιρό έγινα μια καλοδουλεμένη μηχανή, ψυχρή και υπολογιστική. Συλλέγω στοιχεία, αξιολογώ, κάνω υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον νόμο. Πρόσφυγας είναι πρόσωπο εκτός της χώρας καταγωγής του που έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, εθνότητας, θρησκείας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Ο φόβος αφορά το μέλλον. Είναι ο φόβος του προσώπου βάσιμος και δικαιολογημένος; Είναι αυτό που φοβάται δίωξη; Συνδέεται με έναν από τους πέντε λόγους της Σύμβασης της Γενεύης; Παίρνω τα κουκιά του προσώπου εκτός της χώρας καταγωγής και τα μετράω σαν να ‘τανε φασόλια. Είμαι εντάξει. Είμαι κάτι περισσότερο από εντάξει, έχει αρχίσει να μου αρέσει. Τι άνθρωπος είμαι; Δεν είναι ανθρώπινο να αρέσει σε κάποιον αυτή η δουλειά. Αλλά αρέσει σε κάποιον κι αυτός ο κάποιος είμαι εγώ και κάθε φορά που μπαίνω στο αμάξι για να γυρίσω σπίτι μου με γαργαλάει μια αίσθηση ικανοποίησης βαθιά κάτω στην κοιλιά μου. Παράλληλα, νανουρίζω με φρίκη την υποψία ότι ποτέ ξανά δεν θα κάνω κάτι τόσο συναρπαστικό στην ζωή μου.

Έχω άραγε αρρωστήσει; Έχουμε όλοι αρρωστήσει; Ένα βράδυ, χρόνια αργότερα, όταν έχουνε αρχίσει οι πνιγμοί και οι θάλασσες ξεβράζουν πτώματα, εμείς είμαστε σε ένα ρεμπέτικο γλέντι. Η Νατάσα απέναντί μου πίνει κρασί και μου λέει, «Κατερίνα, πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι. Όταν μιλάω με τους ωφελούμενους, πιάνω τον εαυτό μου να μην εντυπωσιάζεται, μου λένε για κάποιον βιασμό και σκέφτομαι “Αυτό είναι όλο;”, δεν επηρεάζομαι πλέον από τίποτα, έχω αδειάσει». Έχουμε λοιπόν πράγματι αρρωστήσει. Έπρεπε να φύγουμε στα δυο χρόνια να σωθούμε, όπως κάνανε σχεδόν όλοι. Και κάθομαι τώρα, τρία, τέσσερα, πέντε χρόνια μετά να ακούω ότι έχω γερό στομάχι, πόσο γερό στομάχι, ευτυχώς έχω γερό στομάχι και μπορώ να κάνω αυτήν την δουλειά. Και σκέφτομαι ότι μου αρέσει, μου αρέσει κάτι που με διαλύει. Τι πάει στραβά μαζί μου. Τουλάχιστον η Νατάσα έχει ωφελούμενους, έτσι τους λένε στην Ύπατη Αρμοστεία, ωφελούμενους. Εγώ δεν έχω ωφελούμενους, έχω κρινόμενους, κρινόμενους, «θα μπορέσετε να μου πείτε όλα όσα θέλετε να μου πείτε αλλά την συνέντευξη θα την κατευθύνω εγώ», εγώ, η Υπηρεσία, που δουλειά μου δεν είναι να ωφελώ και που τώρα έχω αρχίσει να γίνομαι junkie της δυνατότητάς μου να επηρεάζω ζωές ανθρώπων δυστυχισμένων.

Ένα μεσημέρι η μαμά μου αρχίζει να μου φωνάζει γιατί έριξα καφέ κάτω και λέρωσα το χαλί. Φεύγω από το σπίτι ουρλιάζοντας, πριν φύγω έχει σταθεί μπροστά μου στην πόρτα, δεν ξέρω πώς δεν την σκότωσα σπρώχνοντάς την, έχω κενά μνήμης, ένα δευτερόλεπτο μετά είμαι στην μέση του δρόμου, τρέμω ολόκληρη και χτυπάω με την γροθιά μου έναν πέτρινο τοίχο. «Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, δεν μπορείς» φωνάζω κλαίγοντας. Έχω αδειάσει, σαν την Νατάσα, έχω αδειάσει από τα εφόδια που έχουν οι άνθρωποι για να κάνουν καθημερινούς καβγάδες με τους δικούς τους ανθρώπους. Έχω αδειάσει από εμένα κι έχω γεμίσει από τον πόνο των άλλων, είμαι ένα δοχείο για τον πόνο των άλλων. Εγώ και οι δικοί μου άνθρωποι ζούμε πλέον σε έναν άλλο κόσμο κι είμαι τόσο μουδιασμένη πια που δεν μπορώ να το επικοινωνήσω. «Μα δεν ξέρω τι περνάς, να μου μιλάς», μου λέει η μαμά μου. Αλλά δεν μπορώ να μιλήσω.

Έχω γίνει όμως πολύ καλή στις συνεντεύξεις. Έχω προσθέσει στο έτοιμο πρακτικό, που κατεβαίνει από το σύστημα, τις δικές μου φράσεις: «Σας παρακαλώ να μου έχετε εμπιστοσύνη ότι θα μου πείτε όλα όσα θέλετε να μου πείτε». Η συνέντευξη θέλει τέχνη, κρατάς ένα σχοινί μαζί με τον αιτούντα, ο αιτών θέλει να το πάει δεξιά, εσύ θέλεις να το πας αριστερά αλλά είναι για το συμφέρον του αιτούντος να το πας εκεί που εσύ θέλεις. Ακόμα καλύτερα για τον αιτούντα είναι να σου παραδώσει τελείως το σχοινί. Η εμπιστοσύνη είναι πολύ σημαντική και πρέπει να πιστεύεις ότι την αξίζεις για να την ζητάς από έναν άνθρωπο που εξαρτάται από σένα. Πρέπει να τον κοιτάς με σεβασμό και όχι με λύπηση, πρέπει να του επιβάλλεσαι αλλά όχι να τον εξουσιάζεις προδήλως, πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος κάθε λεπτό που περνάει, πρέπει να μην φαίνεσαι δύσπιστος, πρέπει να μην επανατραυματίσεις τον αιτούντα, πρέπει να μην τον αφήσεις να σε κάνει ό,τι θέλει. Αν σου έρθει να κλάψεις, πρέπει να κάνεις διάλειμμα. Αν θυμώσεις, πρέπει να κάνεις διάλειμμα. Αν δεν προλαβαίνεις όμως, πρέπει να προλάβεις γιατί αύριο έχεις άλλη συνέντευξη.

Αρχίζουν να μου λένε ότι θα αυτοκτονήσουν. Όλοι έχουν κατάθλιψη ή λένε ότι έχουν κατάθλιψη. Ένας αιτών από την Υεμένη κάθεται απέναντί μου στο γραφειάκι τέρμα γωνία του κοντέινερ. Λέει πως το νησί είναι ωραίο αλλά είναι εδώ εννιά μήνες, λέει πως θέλει να φύγει γιατί, και στον παράδεισο να είσαι, αν είσαι φυλακισμένος, θέλεις να φύγεις. Λέει πως η Υεμένη κάποτε είχε πολιτισμό, είχε βασίλισσες, σεβόταν τις γυναίκες. Η Υεμένη τώρα έχει πεινασμένα παιδιά και νεκρούς και δεν σέβεται πια ούτε τις γυναίκες μα ούτε και κανέναν ζωντανό. Λέει πως έχει τόσα πολλά πράγματα να πει, διαβάζει φιλοσοφία και τον ενδιαφέρει η θεωρία γύρω από την ύπαρξη. Δεν πιστεύει στον Θεό αλλά στην Υεμένη δεν επιτρέπεται να μην πιστεύεις στον Θεό. Έχει τόσο πολλά πράγματα να πει αλλά νιώθει πια πως δεν μπορεί να πει τίποτα, νιώθει πως η ζωή του δεν έχει νόημα. Φοβάται μήπως της βάλει τέλος. Τα μάτια του είναι καστανοπράσινα και υγρά, στην αρχή μιλάει λίγο, μετά περισσότερο. Θέλω να του πω κι εγώ τόσα πολλά αλλά δεν μου επιτρέπεται να πω τίποτα, δεν είναι ο ρόλος μου να λέω τι πιστεύω. «Θα ενημερωθείτε για την απόφαση της Υπηρεσίας. Αν η απόφαση είναι απορριπτική, θα μπορείτε να την προσβάλλετε εντός δέκα ημερών». Φεύγοντας από το κοντέινερ μου λέει «Σας ευχαριστώ. Αυτά που σας είπα για τα πιστεύω μου δεν τα ξέρει σχεδόν κανείς. Σήμερα νιώθω πιο ελεύθερος από ό,τι έχω νιώσει εδώ και χρόνια». Εκείνη την μέρα αγάπησα την δουλειά μου.

«Πώς ξέρεις ότι σου λένε την αλήθεια;» «Αυτοί που λένε ότι είναι ομοφυλόφιλοι, πώς ξέρεις ότι είναι όντως ομοφυλόφιλοι;» «Αυτός μου έλεγε ψέματα, πήγε να με κοροϊδέψει». «Χαζή, σε κοροϊδέψανε». Οι αγαπημένοι μου αιτούντες είναι οι ομοφυλόφιλοι. Έχουν βασανιστεί πολύ οι περισσότεροι από αυτούς, πολλοί λένε την ίδια ιστορία, κάποιος τους έπιασε, τους κυνηγήσανε, τους έβαλαν φυλακή, τους βασανίσανε, τους έδιωξε η οικογένειά τους. Πολλοί δεν ξέρουν τι σημαίνει η έννοια ομοφυλόφιλος, οι άντρες λένε ότι ανακάλυψαν πως είναι «γυναίκες». Υπάρχει πάντα πόνος στις συνεντεύξεις των ομοφυλόφιλων, αλλά υπάρχουν πάντα εκείνες οι υπέροχες στιγμές που σου μιλάνε για τον πρώτο τους έρωτα, ή για το πώς αποφάσισαν ότι δεν μπορούν να ζούνε κρυμμένοι στην ίδια τους την πόλη ή το πώς παλέψανε με το εσωτερικευμένο μίσος και την περιφρόνηση που μάθανε να νιώθουν για τους ίδιους τους εαυτούς τους. Δεν ξέρεις ποτέ ότι σου λένε την αλήθεια. Το ζητούμενο φυσικά δεν είναι να ξέρεις ούτε και να ανακαλύψεις την αλήθεια. Το ζητούμενο είναι να αξιολογήσεις αν η αξιοπιστία είναι επαρκής. Οι μηχανές δεν θίγονται, οι μηχανές κάνουν την δουλειά τους και αξιολογούν.

Οι μηχανές, παρόλ’ αυτά, γελάνε. Γελάμε για να μην κλαίμε, όπως λέει ο συνάδελφός μου ο Γιάννης, που έπαιρνε συνέντευξη από μια γιαγιάκα από το Αφγανιστάν. Σαν να παίρνεις συνέντευξη από την γιαγιά σου στο χωριό ήταν, μαυροντυμένη, με ένα τσεμπέρι στα μαλλιά, διπλωμένη στα δύο από τα χρόνια. Την κουβάλησε ο γιος της με το έτσι θέλω στην Ελλάδα λίγο πριν επικρατήσουν οι Ταλιμπάν. Και «Πείτε μου για τον τόπο της καταγωγής σας, την Γκουντούζ» την ρωτάει ο Γιάννης και παίρνει μια μεγάλη ανάσα η γιαγιάκα από το Αφγανιστάν και λέει στα νταρί «Ααααχ, είχαμε κάτι καρπούζια στην Γκουντούζ!» και αρχίζει και γελάει ο διερμηνέας και λέει με την ίδια μεγάλη ανάσα «Ααααχ, είχαμε κάτι καρπούζια στην Γκουντούζ!» και πιάνει και τους δύο νευρικό γέλιο. Την ρωτάει αν εκκρεμεί κάποια κατηγορία ή καταδίκη στον τόπο καταγωγής της κι εκείνη τον κοιτάει προσβεβλημένη. «Και γιατί να με κατηγορήσουν εμένα; Τι είμαι; Ταλιμπάν;».

Πολύ καιρό μετά από την ιστορία της γιαγιάς και έναν χρόνο περίπου πριν παραιτηθώ οδηγώ προς την ΒΙΑΛ ακούγοντας μουσική. Η μέρα είναι συννεφιασμένη και δεν σκέφτομαι τίποτα. Με το που παρκάρω και κλείνω την μουσική βγαίνει από μέσα μου δυνατά ένα «Πάλι εδώ ρε γαμώτο. Δεν αντέχω άλλο ρε γαμώτο». Δεν ξέρω από πού ήρθε ούτε και τι δεν άντεχα άλλο πια. Να παλεύω με νύχια και με δόντια να μην στείλω αιτούντες πίσω στην Τουρκία; Να επικοινωνώ με το τμήμα «ποιότητας» που από την άνεση της Αθήνας μας αξιολογούσε κι έστελνε αντικρουόμενες οδηγίες; Να προσπαθώ να καταλάβω τι εθνικότητα έχει ένας αιτών από κάποια χώρα της Αφρικής, που τελικά μπορεί να ήταν και ανιθαγενής; Δεν το ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι βγήκα από το αμάξι στο λεπτό σαν να μην έγινε τίποτα, σαν να ήταν άλλη αυτή που δεν άντεχε πια, εγώ άντεχα και θα άντεχα, ίδια με βράχο.

Μετά από κάποια χρόνια γίνομαι συντονίστρια και κάνω πια ελάχιστες συνεντεύξεις. Πού και πού όμως μπαίνω σε συνεντεύξεις άλλων χειριστών, ώστε να τους κάνω επισημάνσεις και σχόλια και να τους καθοδηγώ στο διάλειμμα. Όσο και να μου αρέσει αυτός ο ρόλος και να χαϊδεύει το εγώ μου, πως έχω γίνει πια καλή, τόσο καλή ώστε να βοηθάω άλλους, είμαι για λίγο καιρό σαν να βρίσκομαι σε απεξάρτηση. Οι συνεντεύξεις των άλλων έχουν πάνω μου την επίδραση της μεθαδόνης, δεν είναι αρκετές, θέλω να πάρω το πληκτρολόγιο από τα χέρια τους και να κάνω εγώ την δουλειά τους. Εμένα θέλω να κοιτάνε οι αιτούντες, εγώ θέλω να ξεψαχνίσω την ιστορία τους, εγώ θέλω να τους εξομολογήσω και εμένα θέλω να κοιτάνε όταν κλαίνε. Τι θέλω στην πραγματικότητα; Να με εμπιστεύονται.

Να με εμπιστεύονται όπως εκείνη η δεκαεπτάχρονη κοπέλα από το Κονγκό που είχε πει ψέματα πως μιλάει γαλλικά γιατί της είχαν πει πως η συνέντευξή της έτσι θα γίνει πιο γρήγορα. Και ξεκινάει η συνέντευξη με τον γαλλόφωνο διερμηνέα και δεν μπορεί να γίνει στα γαλλικά. Η χειρίστρια της λέει πως η συνέντευξη θα πρέπει να γίνει στα λινγκάλα άλλη μέρα αλλά η Κονγκολέζα δεν θέλει, θέλει να την κάνει τώρα, κλαίει και λέει πως θέλει να την κάνει τώρα. Με φωνάζουν, για να προσπαθήσω να την πείσω να δεχτεί τον επαναπρογραμματισμό και έτσι πηγαίνω και κάθομαι λίγο δίπλα της. Της πιάνω το χέρι και την κοιτάω στα μάτια. Της λέω ποια είμαι και πόσο σημαντικό είναι να γίνει η συνέντευξη σε μια γλώσσα που μιλάει πολύ καλά, κι ας είναι να γίνει αργότερα. Της υπόσχομαι ότι θα την κάνει όσο πιο σύντομα γίνεται. Την πείθω. Με εμπιστεύεται. Αυτήν την στιγμή δεν είμαι η Υπηρεσία, είμαι η Κατερίνα.

Δεν είναι ανθρώπινο κάποιος να πρέπει να πει σε έναν άγνωστο μέσα σε τρεις ώρες όλη την επώδυνη ιστορία του πώς είδε την οικογένειά του να σκοτώνεται μπροστά του από ρουκέτα ή πόσες φορές βιαζόταν μέσα σε μια μέρα ως θύμα σωματεμπορίας. Δεν είναι ανθρώπινο να αναμένεται από αυτόν τον άγνωστο να δημιουργήσει ένα τέτοιο κλίμα εμπιστοσύνης, ώστε ο πρώτος να μπορέσει να το κάνει. Κι όμως, κάποιες φορές συμβαίνει ένα θαύμα μέσα στα λευκά και δυσώδη κοντέινερ, δημιουργείται ένας μικρός, κρυστάλλινος πυρήνας που εμπεριέχει ταυτόχρονα εκείνον που ζητάει και εκείνον που δίνει, εκείνον που  εξουσιάζεται κι εκείνον που εξουσιάζει. Κάποτε ένας αρχοντάνθρωπος γύρω στα πενήντα εξομολογείται σε μια τριαντάχρονη κοπέλα κοιτάζοντας όχι εκείνη, αλλά το πάτωμα, πως όταν ήταν στην φυλακή βιάστηκε στοματικά, χλευάστηκε και βιντεοσκοπήθηκε από τους φρουρούς. Κλαίγοντας το λέει γιατί δεν το έχει ξαναπεί και ένα μόνο τον νοιάζει, να τηρηθεί η εμπιστευτικότητα και ποτέ να μην το μάθει η γριά μαμά του στη χώρα του. Κι εσύ παίρνεις το μυστικό του στα χέρια σου και το φυλάς, φρικτό και πολύτιμο. Και αυτό ξαφνικά είναι πολύ, πολύ ανθρώπινο και δεν περιέχει πια καμιά εξουσία.

Είναι αυτό αλήθεια; Λέω την λέξη εξουσία και κάτι κλωτσάει μέσα μου. Σκέφτομαι ότι η εξουσία που είχα δεν ήταν αυθαίρετη, δεν έκανα ό,τι μου κατέβαινε στο κεφάλι, εφάρμοζα έναν νόμο. Ο νόμος είναι αφηρημένος, ο νόμος είναι απρόσωπος, αυτό μαθαίνουμε στην νομική σχολή. Αλλά ο άνθρωπος απέναντί μου από εμένα περιμένει, όχι από κάποιον απρόσωπο νόμο. Όλες αυτές οι βιασμένες Κονγκολέζες και οι Καμερουνέζες που κάθισαν απέναντί μου, κάθισαν απέναντί σε μένα, όχι απέναντί στον νόμο. Θα ήμουν τυφλή αν δεν αντιλαμβανόμουν αυτήν την εξουσία, την συγκεκριμένη εξουσία που μπορείς να αγγίξεις αν απλώσεις λίγο το χέρι σου, την ικεσία που μπορείς τελικά να την μυρίσεις μέσα στον χώρο. Είναι ανθρώπινο να αγκαλιάζεις την εξουσία με τόση θέρμη; Όταν την αγκαλιάζεις, όταν μαθαίνεις να ελίσσεσαι μέσα σε αυτήν, έρχεται μια στιγμή που θέλεις να σε εμπιστευτούν όλοι, να τους εξουσιάσεις όλους, να σώσεις ό,τι σώζεται.

Ένα πρωί κάθεται απέναντί μου ένας άθεος Ιρακινός. Ο Ιρακινός είχε πολιτικές πεποιθήσεις για τις οποίες διώχθηκε, φυλακίστηκε και βασανίστηκε. Ό,τι μου λέει το λέει με μεγάλη ευφράδεια και σοβαρότητα χωρίς να λυγίσει ούτε μια στιγμή. Μου κάνει εντύπωση το πώς περιγράφει τους βασανισμούς που υπέστη με ψυχρότητα, από απόσταση, σαν να μην αφορούν τον ίδιο. Αργότερα μαθαίνω πως κι αυτός είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος ψυχολογικής άμυνας. Μου λέει πως μια ομάδα ανθρώπων με ίδιες πολιτικές πεποιθήσεις συναντιόντουσαν συχνά σε έναν δρόμο της Βαγδάτης που ήταν γεμάτος βιβλιοπωλεία. Του ζητάω να μου περιγράψει τον δρόμο. Βιβλία παντού, λέει, και χαμογελάει, ανοίγει τα μεγάλα του χέρια για να μου δείξει το παντού, από κάτω μέχρι πάνω είχε βιβλία. Και μια μέρα, λέει, πήγε στον δρόμο με τα βιβλία και όλα τα βιβλία είχαν εξαφανιστεί, τα είχαν μαζέψει όλα οι πολιτοφύλακες γιατί ήταν χαράμ. Και ο ψυχρός Ιρακινός μου, ο αξιοπρεπής και αλύγιστος, δακρύζει για τα χαμένα βιβλία σαν μαζί με εκείνα να του πήραν μέσα σε μια νύχτα και την ψυχή του.

Η δική μου ψυχή κουρελιάστηκε στην ΒΙΑΛ και δύο χρόνια μετά είμαι πια σίγουρη ότι κυκλοφορώ και πάντα θα κυκλοφορώ με το σημάδι του προσφυγικού πάνω στον ώμο μου. Οι άνθρωποι που δουλέψαμε σε αυτό συνδεόμαστε μεταξύ μας σαν να πολεμήσαμε μαζί στον ίδιο πόλεμο που ξέραμε εξαρχής πως δεν μπορεί να κερδηθεί. Συρθήκαμε στην ΒΙΑΛ και την Μόρια και το Βαθύ δίπλα σε ναυάγια και αρουραίους και είχαμε μόνο ο ένας τον άλλον. Αλλά όταν σκέφτομαι την ΒΙΑΛ σκέφτομαι τα μάτια του Ιρακινού να δακρύζουν για τα χαμένα βιβλία, σκέφτομαι το μωρό της Κονγκολέζας που κρατούσα στο διάλειμμα της συνέντευξης και τον Υεμένιο που φεύγοντας από την συνέντευξη ένιωθε ελεύθερος. Με σκέφτομαι να πηγαίνω στον πόλεμο για να χάσω αλλά όχι να χάσω χωρίς πρώτα να πολεμήσω με όση δύναμη έχω και για όσο αντέχει το μυαλό μου. Και σκέφτομαι ότι τελικά ίσως είναι ανθρώπινο να λείπει σε κάποιον η ΒΙΑΛ.